εχινοειδή

εχινοειδή
Ομοταξία εχινόδερμων ζώων. Τo σώμα τους αποτελείται από δύο ασβεστολιθικές πλάκες ενωμένες μεταξύ τους, που σχηματίζουν ένα στρογγυλό όστρακο που φέρει αγκάθια. Αν αφαιρεθούν τα αγκάθια, τότε φαίνεται η διάταξη των πλακών, σε πέντε ζώνες με μικρές τρύπες από τις οποίες βγαίνουν οι ποδίσκοι τους. Τα ε. ζουν στα βράχια των βυθών και τρέφονται με μικρότερα ζώα και φύκια, τα οποία ξεριζώνουν από τους βράχους με τα πέντε δόντια τους. Στο αντίθετο από το στόμα άκρο τους βρίσκεται η έδρα. Όταν μετακινούνται, χρησιμοποιούν, εκτός από τις απομυζητικές θηλές (βεντούζες) των ποδίσκων, και τα αγκάθια τους. Τα ε. αμύνονται εξάλλου με μικρά όργανα σαν λαβίδες, που τα έχουν ανάμεσα στα αγκάθια τους. Συνήθως όμως κρύβονται από τους εχθρούς τους ανάμεσα στα χαλίκια και στα κοχύλια ή ρίχνουν φύκια πάνω στο ασβεστολιθικό όστρακό τους για να μη φαίνονται. Μερικά μπορούν να σκάψουν και τρύπες μέσα στους βράχους για να κρυφτούν. Η αναπαραγωγή τους γίνεται με την απελευθέρωση των γονάδων του θηλυκού μέσω γονοπόρων που βρίσκονται στον αντιστοματικό δίσκο. Τα ε. αριθμούν πολλές τάξεις, με γνωστότερη εκείνη των εχινιδών, στην οποία ανήκουν και οι αχινοί. Πολλά ε. αποτελούν τροφή για τον άνθρωπο. Το τμήμα του σώματός τους που τρώγεται έχει πορτοκαλί χρώμα και ουσιαστικά πρόκειται για τους πέντε γεννητικούς αδένες του.
* * *
τα
ζωολ. μια από τις ομοταξίες τών εχινοδέρμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αχινός — Κοινή ονομασία διαφόρων εχινοδέρμων της ομοταξίας των εχινοειδών, της τάξης των εχινιδών. Τα ζώα αυτά, που είναι γνωστά όχι μόνο για τα μακριά και κινητά αγκάθια με τα οποία είναι εφοδιασμένος ο μεσοδερμικός ασβεστολιθικός σκελετός τους, αλλά και …   Dictionary of Greek

  • εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… …   Dictionary of Greek

  • ολέκτυπος — ο (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος θαλάσσιων οργανισμών που κατατάσσονται στα εχινοειδή εχινόδερμα …   Dictionary of Greek

  • προνύμφη — Γενική ονομασία της νεανικής μορφής που έχουν μερικά ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα όταν βγαίνουναπό το αβγό. Η π. χαρακτηρίζεται από την όψη και το είδος της ζωής περισσότερο ή λιγότερο διαφορετικά από το ακμαίο άτομο· εκτός από τις εξαιρετικές… …   Dictionary of Greek

  • δερματοσκελετός — Σκληρός, μεσοδερμικός σχηματισμός διαφόρων ασπονδύλων. Έχει λειτουργία ανάλογη με εκείνη του σκελετού των σπονδυλοζώων, γιατί εξυπηρετεί τη στήριξη και την προσκόλληση του μυϊκού συστήματος. Στα εχινόδερμα, ο δ. είναι ένας ασβεστολιθικός… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • ιουράσιο — Η μεσαία από τις τρεις διαπλάσεις στρωμάτων στις οποίες διαιρείται το μεσοζωικό άθροισμα στρωμάτων. Ονομάζεται και ιουρασική διάπλαση. Η ονομασία της προέρχεται από το ορεινό συγκρότημα του Ιούρα της νότιας Γερμανίας και της Ελβετίας, στην… …   Dictionary of Greek

  • Παχουνδάκης, Αδαμάντιος — (1877 – 1944). Ο πρώτος Έλληνας υδροβιολόγος. Kαταγόταν από την Κρήτη, αλλά γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Παράλληλα με την υδροβιολογία, ασχολήθηκε και με την παλαιοντολογία. Η ανακοίνωσή του για τη γεωλογική σύνθεση περιοχής της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”